στραβοκοιτάζω

στραβοκοιτάζω
Ν
κοιτάζω κάποιον λοξά με περιφρόνηση ή με απειλητική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο)-* + κοιτάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στραβοκοιτάζω — στραβοκοιτάζω, στραβοκοίταξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. στραβοκοιτάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραβοκοιτάζω — στραβοκοίταξα 1. βλέπω λοξά κάποιον. 2. μτφ., βλέπω κάποιον εχθρικά ή περιφρονητικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συλλοξοβλεπτώ — έω, Μ βλέπω λοξά κι εγώ, στραβοκοιτάζω μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λοξοβλεπτῶ «στραβοκοιτάζω»] …   Dictionary of Greek

  • επιλλώπτω — ἐπιλλώπτω (Α) [έπιλλος] κοιτάζω κάποιον κοροϊδευτικά με την άκρη τού ματιού, στραβοκοιτάζω …   Dictionary of Greek

  • κατιλλαίνω — (Μ) 1. βλέπω κάποιον λοξά, λοξοκοιτάζω, στραβοκοιτάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «κατιλλάνθη κατεμυκτηρίσθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰλλαίνω «λοξοκοιτάζω»] …   Dictionary of Greek

  • λοξοβλέπω — 1. βλέπω λοξά, στραβοκοιτάζω 2. βλέπω κάποιον με δυσαρέσκεια ή με κακία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1838 στο Ν. I. Σαλτέλη] …   Dictionary of Greek

  • λοξοβλεπτώ — λοξοβλεπτῶ, έω (Α) βλέπω κάτι λοξά, στραβοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < λοξός + βλεπτῶ (< βλεπτός < βλέπω), πρβλ. δυσ βλεπτώ, οξυ βλεπτώ] …   Dictionary of Greek

  • λοξοκοιτάζω — 1. κοιτάζω λοξά, στραβοκοιτάζω 2. βλέπω κάποιον με κακία ή με επιφύλαξη …   Dictionary of Greek

  • στραβ(ο)- — Ν α συνθετικό πολλών λ. τής Νέας Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. στραβός και δηλώνει είτε επισφαλή όραση είτε ότι το β’ συνθετικό είναι λοξό, στρεβλό ή ότι γίνεται με εσφαλμένο τρόπο. ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) στραβακούω, στραβοβλέπω,… …   Dictionary of Greek

  • στραβοβλέπω — Ν στραβοκοιτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβ(ο) * + βλέπω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”